Κυριακή 2 Ιανουαρίου 2011

Οι νύχτες τη μέρα.

Τόση αρρώστια. Τόσος φόβος. Τόση άπληστη ηδονή κι επιθυμία για κάτι κλεμμένο.
Νιώθεις καλά γι αυτό ε; νιώθεις ευτυχισμένος; Νιώθεις γαμάτος ρε;
Ένας βλάκας είσαι ακους;
Που δεν καταλαβαίνεις πόσο έστυψα το μυαλό μου και την ψυχή μου για να σε αποδεχτώ. Πόσο πόνεσα τα άκρα και τα μαλλιά μου απ τα νύχια που έμπηγα. Απ’τον πόνο που ούρλιαζε και ξέσκιζε τη σάρκα και τα κόκαλά μου.
Ναι τα ξέσκιζε κι αυτά τόσο βαθιά, που θα αηδίαζες στη σκέψη μόνο.
Πόσο αδιάντροπα με κοιτάς τώρα κι ούτε μια λέξη.
ΜΙΛΑ ΡΕ!
Πες κάτι!
Δεν αντέχω, δεν καταλαβαίνεις;
Έχω γίνει κομμάτια και τά’χω λιώσει κι αυτά σε μια στριγγλιά στην ατέλειωτη νύχτα. Δεν υπάρχω εδώ.
Όμως δεν υπάρχεις κι εσυ…
Να η εκδίκησή μου λοιπόν!
Να πως έσβησες κι εσύ όπως η φωτιά απ’το σπίρτο που δεν ξανανάβει ποτέ. ΠΟΤΕ!
Αλλά να και πάλι νυχτώνει εδώ. Πάλι θα βγεις μια βόλτα δήθεν να ξεχαστείς και θά’ρθεις να με στοιχειώσεις.
Πονάω! Δεν καταλαβαίνεις;
Νόμιζα ότι μπορείς κι εσύ να νιώσεις τον πόνο και τη θλίψη – τόσο απροκάλυπτα και πελώρια που με τύλιγε στην αγκαλιά της. Νόμιζα ότι κι από μακριά όλοι την ένιωθαν κι έμπηγαν κι αυτοί καρφίτσες και παλούκια στα μάτια και στην κοιλιά τους απ’τον πόνο μου.
Εσύ όμως όχι. Ανέκφραστος. Αναποφάσιστος θα έλεγε κανείς, σαν να διαλέγεις ποια μπλούζα σου πάει καλύτερα.

Μια νύχτα ξέρεις τι θέλω;
Να καώ.
Να γίνω στάχτη ή καλύτερα ούτε καν αυτό. Να μην μείνει τίποτα από μένα γύρω, ώστε να χωθώ σ’έναν άνεμο δυνατό, ξέρεις σαν αυτούς που μ’αρέσουν.
Να χωθώ και να τρέξω τόσο γρήγορα και να μπω στα μάτια σου, στο στόμα σου, στ’αυτιά σου, στον καρπό, στα πόδια και στη μέση και να σε κάνω να πονάς τόσο ηδονικά και ψεύτικα. Τόσο αληθινά υπέροχα κι ανούσια και να παρακαλάς. Και να προσκυνάς καλύτερα με τη στάση που ευχαριστιέμαι περισσότερο. Και να πάλλομαι μέσα σου και να ουρλιάζεις. Και να’ναι από ευτυχία που ζεις επιτέλους κι εσύ τον πόνο!
Και τελικά να νιώθεις την πνοή μου στο αίμα σου και να ησυχάζεις για να γίνει ίδια η αγκαλιά μας.

Κι ύστερα έφυγε η νύχτα…

κρίμα.

χαλασμένα φώτα και καπνοί.
όρια άλλου κόσμου σε μια σκάλα γυάλινη , έυθραυστη.
ανεβαίνεις και βγαίνεις στο όνειρο.
κοιτάς γύρω και βλέπεις όλα αυτά που με τόσο πάθος κι ενοχές ήθελες να γευτείς.
νά'τα μπροστά σου! πιάσ'τα ρε!
ΤΣΑΦ
χάθηκαν...ω, τι κρίμα ε;

Σάββατο 1 Ιανουαρίου 2011

δεν θέλω.

μιλάμε όλα τα σκατά.
μιλάμε δεν μετριούνται ρε φίλε. έχω τσαντιστεί. δεν θέλω άλλο την λίγδα σου ρε φίλε. δεν αντέχω άλλη απ΄την μονοτονία σου. θέλω την έκστασή μου ρε φίλε. θέλω τον ανθουσιασμό και το απρόβλεπτό μου. βαρέθηκα να με βλέπω να κάθομαι μαζί σου. βαρέθηκα να με βλέπω να αναγκάζω τον εαυτό μου να κάθεται μαζί σου και να έχει σκατά διάθεση γιατί δεν έχει τελικά διάθεση για τίποτα. σε βαρέηκα τόσο που βαρέθηκα κι εμένα τελικά.
και μου λείπεις τόσο ρε.
μα τόσο.
μα δεν μπορώ άλλο μωρέ.
δεν μπορώ.
ΔΕΝ ΘΕΛΩ.